- ξυλοφανής
- ξῠλο-φᾰνής, ές,A showing wood : τὸ ξ. τοῦ κατασκευάσματος the exposed wooden structure, D.S.20.96.II resembling wood, Archig. ap. Orib.8.2.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοφανής — ξυλοφανής, ές (Α) 1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος 2. αυτός που μοιάζει με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδο φανής] … Dictionary of Greek
ξυλοφανεῖ — ξυλοφανής showing wood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξυλοφανής showing wood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφανεῖς — ξυλοφανής showing wood masc/fem acc pl ξυλοφανής showing wood masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek